- προσῳδίαι
- προσῳδίαsong sung to instrumental musicfem nom/voc plπροσῳδίᾱͅ , προσῳδίαsong sung to instrumental musicfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσῳδίᾳ — προσῳδίαι , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσῳδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
Пиндар — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние … Википедия
Вакхилид — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние … Википедия
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek